φρικαλέῃσιν

φρικαλέῃσιν
φρῑκαλέῃσιν , φρικαλέος
shivering with cold
fem dat pl (epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • φρικαλέος — α, ο / φρικαλέος, α, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που προκαλεί φρίκη, φρικτός 2. απαίσιος αρχ. 1. αυτός που αναρριγεί από το ψύχος 2. ο τραχύς στην επιφάνεια («φρικαλέῃσιν ἐπὶ πλευρῇσιν», Ανθ. Παλ.). επίρρ... φρικαλέως και φρικαλέα Ν κατά τρόπο φρικαλέο,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”